-
1 φαιδρότητα
[фэдротита] ουσ. Θ. радость, веселье, живость,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φαιδρότητα
-
2 оживление
оживление с 1) (веселье) η ιλαρότητα, η φαιδρότητα 2) (движение, суета) η ( ζωηρή) κίνηση, η ζωηρότητα* * *с1) ( веселье) η ιλαρότητα, η φαιδρότητα2) (движение, суета) η (ζωηρή) κίνηση, η ζωηρότητα -
3 оживление
ожив||лениес1. (действие) ἡ ἀναζωογόνηση[-ις]:\оживлениеление организма ἡ ἀναζωογόνηση τοῦ ὁργανισμού· экономическое \оживлениеление ἡ οἰκονομική ἀναζωογόνηση· \оживлениеление деятельности ἡ δραστηριοποίηση[-ις]·2. (веселость, живость) ἡ εὐθυμία, ἡ φαιδρότητα, ἡ Ιλαρότητα:веселое \оживлениеление ἡ Ιλαρότητα·3. (движение, суета) ἡ ζωηρότητα, ἡ ζωηράδα/ ἡ ζωηρή κίνηση (на улице и т. п.). -
4 весёлость
-и θ.1. χαρά, ευθυμία, φαιδρότητα, κέφι.2. παλ. διασκέδαση, γλέντι. -
5 искристый
επ., βρ: -ист, -а, -о.1. σπινθηροβόλος.2. αφρώδης•-ое вино αφρώδης οίνος.
3. μτφ. φαιδρός•искристый смех φαιδρό γέλιο•
-ая веслость φαιδρότητα, ιλαρότητα, μεγάλη ευθυμία.
-
6 оживление
-я ουδ.1. αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα•оживление организма αναζωογόνηση του οργανισμού.
2. ζωήρεψη, ζωηράδα• δυνάμωμα, τόνωση.3. ευθυμία, φαιδρότητα, ιλαρότητα.4. ζωηρή κίνηση•необычайное оживление на-улице ασυνήθιστη ζωηρή κίνηση στο δρόμο.
-
7 приподнятый
επ. ото μτχ. ζωηρός, ευδιάθετος, εύθυμος, κεφάτος ιλαρός φαιδρός•-ое настроение ιλαρότητα φαιδρότητα, κέφι.
|| εμφαντικός, στομφώδης•приподнятый стиль στομφώδες ύφος, στυλ.
-
8 радужный
επ.1. ιριώδης.2. μτφ. φωτεινός, λαμπρός• εύθυμος•-ое будущее φωτεινό μέλλον•
-ое настроение φαιδρότητα, ευθυμία•
-ая надежда φωτεινή ελπίδα.
εκφρ.- ая оболочка – ίριδα του ματιού: видеть(представлять) в -ом свете παρουσιάζω (όλα) ρόδινα.
См. также в других словарях:
φαιδρότητα — η / φαιδρότης, ητος, ΝΜΑ [φαιδρός] ευθυμία, χαρά, ιλαρότητα νεοελλ. συνεκδ. γελοίος λόγος ή γελοία πράξη αρχ. λάμψη, ακτινοβολία («φαιδρότης ὀφθαλμῶν», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
φαιδρότητα — η 1. το να είναι κανείς φαιδρός, εύθυμη διάθεση, ευθυμία. 2. γελοίος λόγος, γελοία πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαιδρότητα — φαιδρότης brightness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek
φαιδρυντικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί φαιδρότητα. 2. ο ικανός να προξενεί φαιδρότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεγρία — η [αλέγρος] 1. ευθυμία, ζωηρότητα, φαιδρότητα, κέφι 2. ευκινησία, σβελτάδα … Dictionary of Greek
διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ευληματώ — εὐληματῶ, έω (Α) έχω καλή διάθεση, αισθάνομαι ευφορία, φαιδρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *ληματῶ (< λήμα «θέληση, σκοπός»)] … Dictionary of Greek
ευτράπελος — η, ο (ΑΜ εὐτράπελος, ον Μ και εὐτράπηλος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος 2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα») νεοελλ. 1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) … Dictionary of Greek
ευφρασία — εὐφρασία, ἡ (Α) ευφροσύνη, χαρά, καλή διάθεση, φαιδρότητα «ἡ ἐν τῇ ψυχῇ εὐφρασία», Επίκτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφραίνω το μόρφημα φρα είναι συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας φρεν (πρβλ. και δοτ. πληθ. φρασί)] … Dictionary of Greek